ψιλοδουλεμένος

ψιλοδουλεμένος
-η, -ο
ο κατασκευασμένος με πολύ λεπτή δουλειά, ο περίτεχνος.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ψιλοδουλεμένος — η, ο, Ν βλ. ψιλοδουλεύω …   Dictionary of Greek

  • λεπτότεχνος — η, ο επεξεργασμένος με λεπτότητα, ψιλοδουλεμένος, λεπτουργημένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < λεπτ(ο) * + τεχνος (< τέχνη), πρβλ. ά τεχνος, πολύ τεχνος] …   Dictionary of Greek

  • ψιλοδουλεύω — Ν 1. επεξεργάζομαι κάτι με μεγάλη λεπτότητα 2. (η μτχ. παρακμ. ως επίθ.) ψιλοδουλεμένος, η, ο επεξεργασμένος με πολλή προσοχή και λεπτότητα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψιλο * + δουλεύω] …   Dictionary of Greek

  • ψιλοδούλευτος — η, ο, Ν [ψιλοδουλεύω] επεξεργασμένος με λεπτότητα, ψιλοδουλεμένος …   Dictionary of Greek

  • ψιλοκαμωμένος — η, ο, Ν 1. ψιλοδουλεμένος 2. μτφ. (για πρόσ.) λεπτοκαμωμένος, αδύνατος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψιλο * + καμωμένος] …   Dictionary of Greek

  • ψιλοδουλεύω — ψιλοδούλεψα, ψιλοδουλεύτηκα, ψιλοδουλεμένος, δουλεύω κάτι με πολλή λεπτότητα, λεπτοδουλεύω …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ψιλοδούλευτος — η, ο βλ. ψιλοδουλεμένος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ψιλοκαμωμένος — ψιλοκαμωμένος, η, ο και ψιλοκανωμένος, η, ο ψιλοδουλεμένος, ο επεξεργασμένος με πολλή λεπτότητα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”